- σκευοθήκη
- η, ΝΑ, και δωρ. τ. σκεοθήκα και σκευοθήκα και σχεοθήκη Α1. θήκη, έπιπλο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται διάφορα σκεύη («εἴρηται γὰρ οὕτως ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη», Αθήν.)2. αποθήκη σκευώννεοελλ.1. ναυτ. διαμέρισμα τού πλοίου, κατά κανόνα κοντά στα μαγειρεία ή στις αίθουσες φαγητού, όπου φυλάγονται τα σκεύη τής τραπεζαρίας και χρησιμεύει ως πρόχειρη αποθήκη τροφίμων2. (στα επιβατηγά πλοία) χώροι όπου σερβίρονται αναψυκτικά, ποτά και φαγητά στους επιβάτες, μπουφές, μπαρ3. σκευοφυλάκιο4. φρ. «σκευοθήκη ταξιδιού» — δερμάτινο κιβώτιο που περιέχει συλλογή ειδών κομμώσεως και καθαριότηταςαρχ.οπλοστάσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.